- ἑλοῦσαν
- αἱρέωtake with the handaor part act fem acc sg (attic epic doric ionic)αἱρέωtake with the handfut part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔλουσαν — λούω lǎvo aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… … Dictionary of Greek
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
λωβεύω — (Α) [λώβα] σκώπτω, περιπαίζω, πειράζω κάποιον («τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔλουσαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… … Dictionary of Greek
Μουσείο Υδροκίνησης (Δημητσάνας, Υπαίθριο) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και από τα λιγοστά στον κόσμο, υπαίθριο μουσείο υδροκίνησης άρχισε να λειτουργεί το 1997, ύστερα από δέκα χρόνια έρευνας και ανακατασκευής των κτιρίων από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της Ελληνικής Τράπεζας… … Dictionary of Greek